Στην πραγματικότητα, πολλές φορές, τα φαινόμενα απατούν και οι λεγόμενες "δύσκολες" υποθέσεις, επιλύονται ευκολότερα, από τις λεγόμενες απλές, όπου εκεί ακριβώς εντοπίζονται, συνήθως, μεγαλύτερα νομικά προβλήματα, από τις πρώτες.
Ένας λόγος, που συμβαίνει αυτό, είναι η αυθυποβολή των συμμετεχόντων σε "απλές" υποθέσεις, ότι είναι τέτοιες, με συνέπεια, να μην τις ψάχνουν και πολύ (ή καθόλου) και να δικάζονται σχεδόν μηχανικά-τυπολατρικά, με μοναδικό χαμένο την ασφάλεια Δικαίου και την ίδια τη Δικαιοσύνη, ως έννοια-αξία !
Το καλύτερο παράδειγμα, ίσως, σε αυτή την κατηγορία, είναι οι υποθέσεις ακάλυπτων επιταγών, όπου Δικαστές και λοιποί παράγοντες της Δίκης, μιλάνε στερεότυπα για "τυπικό αδίκημα", με άλλα λόγια, λένε πως αν εξέδωσες τέτοια επιταγή, ΠΡΕΠΕΙ και να καταδικαστείς, σχεδόν, άνευ ετέρου...
Όμως, αντικειμενική ποινική ευθύνη ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ (εκτός ίσως από την Β. Κορέα), πάντα θα πρέπει να εξετάζεται το υποκειμενικό στοιχείο, του εγκλήματος, ήτοι ο απαιτούμενος στο Νόμο δόλος ή αμέλεια !
Παλιότερα, όταν ο Νόμος περί επιταγών, μιλούσε για "εν γνώσει" έκδοση ακάλυπτης, προϋπόθεση καταδίκης, ήταν ο άμεσος δόλος, η πρόθεση του δράστη, τώρα πλέον, με την εξάλειψη της φράσης αυτής, "αρκεί" και ο ενδεχόμενος δόλος, ότι δηλαδή ο κατηγορούμενος μπορούσε να προβλέψει αυτό το ενδεχόμενο, δηλαδή να μην καλυφθεί η επιταγή (μετά από μήνες, συνήθως, αφού η πλειοψηφία των επιταγών, είναι μεταχρονολογημένες).
Επομένως, οφείλει το Δικαστήριο να εξετάσει αν υπάρχει ή όχι ο απαιτούμενος, έστω και ενδεχόμενος δόλος και όχι να μιλάει για "τυπικά" αδικήματα, προκειμένου να αποφύγει τη δουλειά του και κυρίως να αιτιολογεί, γιατί υπάρχει, ειδικά από τη στιγμή, που προβάλλεται ισχυρισμός, για πτώχευση και γενικά για ξαφνική πτώση των εργασιών (εκτός αν θεωρήσουμε ότι η επιχειρηματική αποτυχία, που ειδικά στην Ελλάδα, οφείλεται σε εξωγενείς-απρόβλεπτους παράγοντες, είναι, από μόνη της, ποινικό αδίκημα).
Στην πράξη, σε αυτόν, ο οποίος είναι θύμα της κρίσης ή έπεσε έξω η επιχείρησή του και δεν μπόρεσε να καλύψει μία ή περισσότερες επιταγές, τα Δικαστήρια αναγνωρίζουν δόλο (!) και "χρυσώνουν" το χάπι, με αναγνώριση ελαφρυντικού και αυτό, όχι πάντα...
Ένα άλλο ζήτημα, τώρα, που προκύπτει, από τις "απλές" αυτές υποθέσεις, είναι το ποιος δικαιούται να υποβάλλει την έγκληση, διότι στο παρελθόν, ειδικά, υπήρχε μεγάλη αμφισβήτηση, αν μπορεί να υποβάλλει, όχι μόνον ο τελευταίος κομιστής, ήτοι αυτός, που την εμφανίζει, προς πληρωμή, στην τράπεζα, αλλά και κάποιος προηγούμενος, εφόσον εκείνος αποζημίωσε τον τελευταίο και την ξαναπήρε στα χέρια του.
Το θέμα αυτό, επιλύθηκε (;) νομοθετικά το 1996, με την προσθήκη της παραγράφου 5, στο άρθρο 79 του Νόμου περί επιταγών και προβλέπεται ρητά πλέον, η δυνατότητα και σε αυτόν, που δεν ήταν τελευταίος κομιστής, αλλά την απέκτησε, εξ αναγωγής, όπως λέγεται, επειδή την πλήρωσε, να υποβάλλει την έγκληση, κατά του εκδότη αυτής !
Εν τούτοις, υπάρχουν και αποφάσεις, αρκετά μεταγενέστερες του 1996, που δεν αποδέχονται την έγκληση, όταν δεν έχει υποβληθεί, από τον τελευταίο κομιστή, βασιζόμενες, φαντάζομαι, στη γενική διάταξη, που ορίζει ότι έγκληση υποβάλλει ο ΑΜΕΣΩΣ παθών, από το έγκλημα και όχι ο εμμέσως.
Σε πρόσφατη σχετική Δίκη, ο κατηγορούμενος είχε εκδώσει δύο επιταγές : η μία σε διαταγή του εγκαλούντος, ο οποίος και την εμφάνισε και η δεύτερη, σε διαταγή εταιρίας, η οποία την είχε οπισθογραφήσει, στον εγκαλούντα, ωστόσο ως τελευταίος κομιστής, εμφανιζόταν (στο σώμα της επιταγής, που είναι και το κύριο στοιχείο του εγκλήματος) ένα τρίτο πρόσωπο, ήτοι φαινόταν ότι ο εγκαλών την είχε μεταβιβάσει έτι περαιτέρω, σε άλλον.
Όταν ρώτησα τον εγκαλούντα, πως ήρθε στα χέρια του, η δεύτερη επιταγή, στην οποία φέρεται ως τελευταίος κομιστής, άλλος, ένας τρίτος, στον οποίο προφανώς, την είχε μεταβιβάσει εκείνος (δηλ. ο εγκαλών) απάντησε ότι δεν ξέρει ποιος είναι αυτός, ο τρίτος (!!) και εντούτοις το Δικαστήριο, έκανε πως δεν άκουσε...
Στο σημείο αυτό και με αφορμή το παραπάνω γεγονός, το οποίο ΔΕΝ αναγραφόταν στο κατηγορητήριο, ήτοι πως κατέστη, ο εγκαλών, νόμιμος κομιστής μιας επιταγής, που εμφανίστηκε προς πληρωμή, από ..άλλον, οφείλω να παρατηρήσω, ότι σχεδόν τα μισά κατηγορητήρια για επιταγές, έχουν ασάφειες, ελλείψεις κλπ, που τα καθιστούν μάλλον άκυρα !
Υποθέτω, ότι οι Εισαγγελείς, έχουν μία φόρμα και απλά αλλάζουν κάθε φορά, τα νούμερα των επιταγών, τα ποσά και τα ονόματα, ωστόσο έτσι δε γίνεται δουλειά και πολύ συχνά, όχι μόνον δεν είναι ξεκάθαρα τα κατηγορητήρια, αλλά γράφουν άλλα αντί άλλων...
Όταν βέβαια, επισημαίνεις στο Δικαστήριο, αυτές τις ασάφειες και τις παραλείψεις, είτε δεν εξετάζουν καν την ένσταση ακυρότητας, είτε την απορρίπτουν με αστείες δικαιολογίες (φαντάζομαι, για να καλύψουν τους ..συναδέλφους τους).
Θα πρέπει όμως κάποια στιγμή και οι Δικαστές, να αρχίσουν να ..δικάζουν, δηλαδή να εφαρμόζουν τους Νόμους, τόσο τους ουσιαστικούς, όσο και τους δικονομικούς και να μην αντιμετωπίζουν τα αδικήματα ως "τυπικά", αλλά ΌΛΑ με τη δέουσα σοβαρότητα, να μην μετατρέπονται σε απλούς γραφειοκράτες-Δ.Υ, με μπακαλίστικη νοοτροπία και τη "λογική" να τελειώνουμε, να πάμε παρακάτω...
Μία Δίκη, είναι πολύ σοβαρή υπόθεση, για να εκφυλίζεται έτσι, σε μία μηχανιστική διαδικασία, όπου η καταδίκη εμφανίζεται ως ..μονόδρομος και τα όποια υπερασπιστικά επιχειρήματα, μπαίνουν από το ένα αυτί και βγαίνουν από το άλλο, ιδίως όταν ο εκφυλισμός αυτός, προέρχεται από την ίδια τη Δικαστική Εξουσία.
Ένας λόγος, που συμβαίνει αυτό, είναι η αυθυποβολή των συμμετεχόντων σε "απλές" υποθέσεις, ότι είναι τέτοιες, με συνέπεια, να μην τις ψάχνουν και πολύ (ή καθόλου) και να δικάζονται σχεδόν μηχανικά-τυπολατρικά, με μοναδικό χαμένο την ασφάλεια Δικαίου και την ίδια τη Δικαιοσύνη, ως έννοια-αξία !
Το καλύτερο παράδειγμα, ίσως, σε αυτή την κατηγορία, είναι οι υποθέσεις ακάλυπτων επιταγών, όπου Δικαστές και λοιποί παράγοντες της Δίκης, μιλάνε στερεότυπα για "τυπικό αδίκημα", με άλλα λόγια, λένε πως αν εξέδωσες τέτοια επιταγή, ΠΡΕΠΕΙ και να καταδικαστείς, σχεδόν, άνευ ετέρου...
Όμως, αντικειμενική ποινική ευθύνη ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ (εκτός ίσως από την Β. Κορέα), πάντα θα πρέπει να εξετάζεται το υποκειμενικό στοιχείο, του εγκλήματος, ήτοι ο απαιτούμενος στο Νόμο δόλος ή αμέλεια !
Παλιότερα, όταν ο Νόμος περί επιταγών, μιλούσε για "εν γνώσει" έκδοση ακάλυπτης, προϋπόθεση καταδίκης, ήταν ο άμεσος δόλος, η πρόθεση του δράστη, τώρα πλέον, με την εξάλειψη της φράσης αυτής, "αρκεί" και ο ενδεχόμενος δόλος, ότι δηλαδή ο κατηγορούμενος μπορούσε να προβλέψει αυτό το ενδεχόμενο, δηλαδή να μην καλυφθεί η επιταγή (μετά από μήνες, συνήθως, αφού η πλειοψηφία των επιταγών, είναι μεταχρονολογημένες).
Επομένως, οφείλει το Δικαστήριο να εξετάσει αν υπάρχει ή όχι ο απαιτούμενος, έστω και ενδεχόμενος δόλος και όχι να μιλάει για "τυπικά" αδικήματα, προκειμένου να αποφύγει τη δουλειά του και κυρίως να αιτιολογεί, γιατί υπάρχει, ειδικά από τη στιγμή, που προβάλλεται ισχυρισμός, για πτώχευση και γενικά για ξαφνική πτώση των εργασιών (εκτός αν θεωρήσουμε ότι η επιχειρηματική αποτυχία, που ειδικά στην Ελλάδα, οφείλεται σε εξωγενείς-απρόβλεπτους παράγοντες, είναι, από μόνη της, ποινικό αδίκημα).
Στην πράξη, σε αυτόν, ο οποίος είναι θύμα της κρίσης ή έπεσε έξω η επιχείρησή του και δεν μπόρεσε να καλύψει μία ή περισσότερες επιταγές, τα Δικαστήρια αναγνωρίζουν δόλο (!) και "χρυσώνουν" το χάπι, με αναγνώριση ελαφρυντικού και αυτό, όχι πάντα...
Ένα άλλο ζήτημα, τώρα, που προκύπτει, από τις "απλές" αυτές υποθέσεις, είναι το ποιος δικαιούται να υποβάλλει την έγκληση, διότι στο παρελθόν, ειδικά, υπήρχε μεγάλη αμφισβήτηση, αν μπορεί να υποβάλλει, όχι μόνον ο τελευταίος κομιστής, ήτοι αυτός, που την εμφανίζει, προς πληρωμή, στην τράπεζα, αλλά και κάποιος προηγούμενος, εφόσον εκείνος αποζημίωσε τον τελευταίο και την ξαναπήρε στα χέρια του.
Το θέμα αυτό, επιλύθηκε (;) νομοθετικά το 1996, με την προσθήκη της παραγράφου 5, στο άρθρο 79 του Νόμου περί επιταγών και προβλέπεται ρητά πλέον, η δυνατότητα και σε αυτόν, που δεν ήταν τελευταίος κομιστής, αλλά την απέκτησε, εξ αναγωγής, όπως λέγεται, επειδή την πλήρωσε, να υποβάλλει την έγκληση, κατά του εκδότη αυτής !
Εν τούτοις, υπάρχουν και αποφάσεις, αρκετά μεταγενέστερες του 1996, που δεν αποδέχονται την έγκληση, όταν δεν έχει υποβληθεί, από τον τελευταίο κομιστή, βασιζόμενες, φαντάζομαι, στη γενική διάταξη, που ορίζει ότι έγκληση υποβάλλει ο ΑΜΕΣΩΣ παθών, από το έγκλημα και όχι ο εμμέσως.
Σε πρόσφατη σχετική Δίκη, ο κατηγορούμενος είχε εκδώσει δύο επιταγές : η μία σε διαταγή του εγκαλούντος, ο οποίος και την εμφάνισε και η δεύτερη, σε διαταγή εταιρίας, η οποία την είχε οπισθογραφήσει, στον εγκαλούντα, ωστόσο ως τελευταίος κομιστής, εμφανιζόταν (στο σώμα της επιταγής, που είναι και το κύριο στοιχείο του εγκλήματος) ένα τρίτο πρόσωπο, ήτοι φαινόταν ότι ο εγκαλών την είχε μεταβιβάσει έτι περαιτέρω, σε άλλον.
Όταν ρώτησα τον εγκαλούντα, πως ήρθε στα χέρια του, η δεύτερη επιταγή, στην οποία φέρεται ως τελευταίος κομιστής, άλλος, ένας τρίτος, στον οποίο προφανώς, την είχε μεταβιβάσει εκείνος (δηλ. ο εγκαλών) απάντησε ότι δεν ξέρει ποιος είναι αυτός, ο τρίτος (!!) και εντούτοις το Δικαστήριο, έκανε πως δεν άκουσε...
Στο σημείο αυτό και με αφορμή το παραπάνω γεγονός, το οποίο ΔΕΝ αναγραφόταν στο κατηγορητήριο, ήτοι πως κατέστη, ο εγκαλών, νόμιμος κομιστής μιας επιταγής, που εμφανίστηκε προς πληρωμή, από ..άλλον, οφείλω να παρατηρήσω, ότι σχεδόν τα μισά κατηγορητήρια για επιταγές, έχουν ασάφειες, ελλείψεις κλπ, που τα καθιστούν μάλλον άκυρα !
Υποθέτω, ότι οι Εισαγγελείς, έχουν μία φόρμα και απλά αλλάζουν κάθε φορά, τα νούμερα των επιταγών, τα ποσά και τα ονόματα, ωστόσο έτσι δε γίνεται δουλειά και πολύ συχνά, όχι μόνον δεν είναι ξεκάθαρα τα κατηγορητήρια, αλλά γράφουν άλλα αντί άλλων...
Όταν βέβαια, επισημαίνεις στο Δικαστήριο, αυτές τις ασάφειες και τις παραλείψεις, είτε δεν εξετάζουν καν την ένσταση ακυρότητας, είτε την απορρίπτουν με αστείες δικαιολογίες (φαντάζομαι, για να καλύψουν τους ..συναδέλφους τους).
Θα πρέπει όμως κάποια στιγμή και οι Δικαστές, να αρχίσουν να ..δικάζουν, δηλαδή να εφαρμόζουν τους Νόμους, τόσο τους ουσιαστικούς, όσο και τους δικονομικούς και να μην αντιμετωπίζουν τα αδικήματα ως "τυπικά", αλλά ΌΛΑ με τη δέουσα σοβαρότητα, να μην μετατρέπονται σε απλούς γραφειοκράτες-Δ.Υ, με μπακαλίστικη νοοτροπία και τη "λογική" να τελειώνουμε, να πάμε παρακάτω...
Μία Δίκη, είναι πολύ σοβαρή υπόθεση, για να εκφυλίζεται έτσι, σε μία μηχανιστική διαδικασία, όπου η καταδίκη εμφανίζεται ως ..μονόδρομος και τα όποια υπερασπιστικά επιχειρήματα, μπαίνουν από το ένα αυτί και βγαίνουν από το άλλο, ιδίως όταν ο εκφυλισμός αυτός, προέρχεται από την ίδια τη Δικαστική Εξουσία.
Στα κακουργήματα, τα οποία τρομάζουν τους περισσότερους, επειδή οι απειλούμενες ποινές, είναι μεγάλες, η υπεράσπιση είναι, συνήθως, πιο απλή, διότι ουσιαστικά επικεντρώνεται κυρίως, στο να καταδείξει ότι η πράξη συνιστά πλημμέλημα και όχι κακούργημα, επειδή αρκετά εγκλήματα, είναι και τα δύο, εφόσον πληρείται ή απουσιάζει κάποιο επιβαρυντικό στοιχείο (π.χ η κατ' επάγγελμα τέλεση) ! Έτσι, σε μία δικογραφία κακουργήματος 100 σελίδων, η ουσία μπορεί να κρύβεται σε μόλις 10 ή και λιγότερες...
ΑπάντησηΔιαγραφή