Στις δίκες που γίνονται στα πολιτικά-αστικά Δικαστήρια, δηλαδή Ειρηνοδικεία, Μονομελή και Πολυμελή Πρωτοδικεία, για να "κερδίσεις" μία υπόθεση και να γίνουν δεκτές οι απαιτήσεις σου, θα πρέπει : 1. η αγωγή σου να στηρίζεται στο Νόμο και 2. να αποδειχτεί βάσιμη (εκτός από νόμιμη, δηλαδή).
Αντίστοιχα, αν είμαστε εναγόμενοι, οφείλουμε εμείς να αποδείξουμε ότι η αγωγή είναι αβάσιμη.
Δεν αρκεί επομένως να έχεις δίκιο, αλλά πρέπει να διαθέτεις και τα μέσα να το αποδείξεις και τα αποδεικτικά αυτά μέσα, όπως προσδιορίζονται στο Νόμο, είναι τα εξής :
-Η ομολογία
-Η αυτοψία
-Η πραγματογνωμοσύνη
-Τα έγγραφα
-Η (ανωμοτί) εξέταση των διαδίκων
-Οι μάρτυρες
-Τα δικαστικά τεκμήρια και
-Οι ένορκες βεβαιώσεις.
Το Δικαστήριο λαμβάνει ωστόσο αυτεπαγγέλτως υπόψιν και χωρίς απόδειξη : το ξένο δίκαιο, τα έθιμα, τα συναλλακτικά ήθη και τα διδάγματα της κοινής πείρας και τα πασίγνωστα γεγονότα, αυτά δηλαδή που είναι γνωστά σε όλους (διότι και οι Δικαστές ζουν σε αυτήν την κοινωνία και κάποια πράγματα οφείλουν να τα ξέρουν, ούτως ή άλλως, όπως όλοι μας).
Οι βασικοί κανόνες απόδειξης είναι : 1. ότι μόνον τα απαραίτητα και τα κρίσιμα περιστατικά μιας υπόθεσης χρήζουν απόδειξης (εδώ είναι που χρειάζεται η αντίληψη του δικηγόρου, σχετικά με το τι είναι χρήσιμο και τι περιττό) 2. κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει εκείνος τα περιστατικά, που επικαλείται 3. παρ'όλα αυτά, είναι πιθανόν κάτι που επικαλείται ο ένας να χρησιμοποιηθεί υπέρ του άλλου ! και 4. το Δικαστήριο κρίνει ελεύθερα τα αποδεικτικά μέσα και δε δεσμεύεται από αυτά, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις.
Ας δούμε τώρα μερικά στοιχεία, για κάθε ένα από τα αποδεικτικά μέσα:
-Ομολογία έχουμε, όταν ο εναγόμενος -κατά κανόνα- συνομολογεί στο Δικαστήριο ότι ο ενάγων έχει δίκιο, ότι π.χ χρωστάει τα χρήματα, που του ζητούν κ.ο.κ. Η ομολογία μπορεί να ανακληθεί, μόνον αν αυτός που ομολόγησε αποδείξει ότι δεν ανταποκρινόταν στην αλήθεια η ομολογία του.
-Αυτοψία έχουμε, όταν ο ή οι Δικαστές μεταβαίνουν επιτόπου π.χ σε ακίνητο, προκειμένου να σχηματίσουν ιδίαν αντίληψη, με τις δικές του αισθήσεις, για το αντικείμενο της απόδειξης.
-Πραγματογνωμοσύνη διατάσσεται, όταν το ζητήσει ο διάδικος ή όταν, για την απόδειξη, απαιτούνται εξειδικευμένες γνώσεις τέχνης ή επιστήμης (κλασικό παράδειγμα το τεστ DNA στις υποθέσεις πατρότητας). Ο ειδικός-πραγματογνώμονας, διορίζεται συνήθως από σχετική λίστα, ενώ οι διάδικοι έχουν τη δυνατότητα να διορίσουν δικούς τους, τους λεγόμενους "τεχνικούς συμβούλους" και ενεργεί, σύμφωνα με τις εντολές του Δικαστηρίου, σχετικά με το τι πρέπει να εξετάσει και να αποφανθεί.
-Οι μάρτυρες είναι το βασικό αποδεικτικό μέσο στις αστικές Δίκες, ειδικά αν διαθέτουν ιδία αντίληψη της υπόθεσης και ο Νόμος παρέχει αναλυτικές οδηγίες για τον τρόπο εξέτασής τους, ποιοι δεν εξετάζονται ως μάρτυρες, ποιοι μπορούν να αρνηθούν να καταθέσουν κλπ.. Εκείνο, που έχει σημασία να πούμε είναι το εξής : με μάρτυρες μπορούν να αποδειχθούν συμβάσεις έως 20.000 ευρώ. Έτσι αν εγώ έχω δανείσει σε κάποιον π.χ 15.000 ευρώ, αλλά δεν τον έβαλα να υπογράψει (κακώς), για τον Χ, Ψ λόγο, τότε μπορώ με μάρτυρες να αποδείξω ότι υπήρξε δάνειο και ότι μου οφείλει (παλιότερα το όριο ήταν μόλις 5.900 ευρώ !). Αν υπάρχει όμως έγγραφο, δεν μπορεί με μάρτυρες να αποδειχτεί το αντίθετο, από αυτό που γράφει το χαρτί και επίσης δεν μπορούν με μάρτυρες να αποδειχτούν πρόσθετες συμφωνίες, σε σχέση με όσα περιέχει το έγγραφο (π.χ για τους τόκους ή τον τρόπο εξόφλησης). Να πούμε τέλος ότι εξετάζεται μόνον ένας μάρτυρας από κάθε πλευρά, στο ακροατήριο.
-Εξέταση των διαδίκων, έχουμε όταν καταθέτουν (ανωμοτί) ως μάρτυρες ο ενάγων ή ο εναγόμενος ( ή ο εκπρόσωπος της εταιρίας, αν διάδικος είναι εταιρία). Αυτό συμβαίνει, λογικά, όταν δεν βρίσκεται, δεν υπάρχει άλλος μάρτυρας και εφόσον το επιτρέψει το Δικαστήριο (συνήθως το επιτρέπει, για να μην πούμε πάντα).
-Τα έγγραφα αποτελούν και αυτά ένα από τα βασικότερα αποδεικτικά μέσα στην πολιτική Δίκη και ο Νόμος αναφέρει αναλυτικές ρυθμίσεις, σχετικά με την αποδεικτική τους δύναμη, πως πρέπει να είναι συντεταγμένα κ.ο.κ, ρυθμίσεις στις οποίες δε γίνεται να αναφερθούμε εδώ, λόγω έλλειψης χώρου.
Αν ένα έγγραφο, που προσκομίζει ο αντίδικος, θεωρείται πλαστό, οφείλουμε να κατονομάσουμε τον πλαστογράφο, αλλά και να μην τον κατονομάσουμε, οφείλουμε να προσκομίσουμε δικά μας έγγραφα και μάρτυρες, που αποδεικνύουν την πλαστότητα, ειδάλλως η σχετική ένσταση πλαστότητας δε γίνεται δεκτή από το Δικαστήριο !
-Τέλος οι ένορκες βεβαιώσεις, είναι οι καταθέσεις, που δίνουν οι μάρτυρες, ενώπιον Ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, υπό τον όρο ότι έχει κλητευθεί νόμιμα, να παραστεί, κατά την εξέταση, ο αντίδικος, τουλάχιστον 24 ώρες νωρίτερα.
Αντίστοιχα, αν είμαστε εναγόμενοι, οφείλουμε εμείς να αποδείξουμε ότι η αγωγή είναι αβάσιμη.
Δεν αρκεί επομένως να έχεις δίκιο, αλλά πρέπει να διαθέτεις και τα μέσα να το αποδείξεις και τα αποδεικτικά αυτά μέσα, όπως προσδιορίζονται στο Νόμο, είναι τα εξής :
-Η ομολογία
-Η αυτοψία
-Η πραγματογνωμοσύνη
-Τα έγγραφα
-Η (ανωμοτί) εξέταση των διαδίκων
-Οι μάρτυρες
-Τα δικαστικά τεκμήρια και
-Οι ένορκες βεβαιώσεις.
Το Δικαστήριο λαμβάνει ωστόσο αυτεπαγγέλτως υπόψιν και χωρίς απόδειξη : το ξένο δίκαιο, τα έθιμα, τα συναλλακτικά ήθη και τα διδάγματα της κοινής πείρας και τα πασίγνωστα γεγονότα, αυτά δηλαδή που είναι γνωστά σε όλους (διότι και οι Δικαστές ζουν σε αυτήν την κοινωνία και κάποια πράγματα οφείλουν να τα ξέρουν, ούτως ή άλλως, όπως όλοι μας).
Οι βασικοί κανόνες απόδειξης είναι : 1. ότι μόνον τα απαραίτητα και τα κρίσιμα περιστατικά μιας υπόθεσης χρήζουν απόδειξης (εδώ είναι που χρειάζεται η αντίληψη του δικηγόρου, σχετικά με το τι είναι χρήσιμο και τι περιττό) 2. κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει εκείνος τα περιστατικά, που επικαλείται 3. παρ'όλα αυτά, είναι πιθανόν κάτι που επικαλείται ο ένας να χρησιμοποιηθεί υπέρ του άλλου ! και 4. το Δικαστήριο κρίνει ελεύθερα τα αποδεικτικά μέσα και δε δεσμεύεται από αυτά, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις.
Ας δούμε τώρα μερικά στοιχεία, για κάθε ένα από τα αποδεικτικά μέσα:
-Ομολογία έχουμε, όταν ο εναγόμενος -κατά κανόνα- συνομολογεί στο Δικαστήριο ότι ο ενάγων έχει δίκιο, ότι π.χ χρωστάει τα χρήματα, που του ζητούν κ.ο.κ. Η ομολογία μπορεί να ανακληθεί, μόνον αν αυτός που ομολόγησε αποδείξει ότι δεν ανταποκρινόταν στην αλήθεια η ομολογία του.
-Αυτοψία έχουμε, όταν ο ή οι Δικαστές μεταβαίνουν επιτόπου π.χ σε ακίνητο, προκειμένου να σχηματίσουν ιδίαν αντίληψη, με τις δικές του αισθήσεις, για το αντικείμενο της απόδειξης.
-Πραγματογνωμοσύνη διατάσσεται, όταν το ζητήσει ο διάδικος ή όταν, για την απόδειξη, απαιτούνται εξειδικευμένες γνώσεις τέχνης ή επιστήμης (κλασικό παράδειγμα το τεστ DNA στις υποθέσεις πατρότητας). Ο ειδικός-πραγματογνώμονας, διορίζεται συνήθως από σχετική λίστα, ενώ οι διάδικοι έχουν τη δυνατότητα να διορίσουν δικούς τους, τους λεγόμενους "τεχνικούς συμβούλους" και ενεργεί, σύμφωνα με τις εντολές του Δικαστηρίου, σχετικά με το τι πρέπει να εξετάσει και να αποφανθεί.
-Οι μάρτυρες είναι το βασικό αποδεικτικό μέσο στις αστικές Δίκες, ειδικά αν διαθέτουν ιδία αντίληψη της υπόθεσης και ο Νόμος παρέχει αναλυτικές οδηγίες για τον τρόπο εξέτασής τους, ποιοι δεν εξετάζονται ως μάρτυρες, ποιοι μπορούν να αρνηθούν να καταθέσουν κλπ.. Εκείνο, που έχει σημασία να πούμε είναι το εξής : με μάρτυρες μπορούν να αποδειχθούν συμβάσεις έως 20.000 ευρώ. Έτσι αν εγώ έχω δανείσει σε κάποιον π.χ 15.000 ευρώ, αλλά δεν τον έβαλα να υπογράψει (κακώς), για τον Χ, Ψ λόγο, τότε μπορώ με μάρτυρες να αποδείξω ότι υπήρξε δάνειο και ότι μου οφείλει (παλιότερα το όριο ήταν μόλις 5.900 ευρώ !). Αν υπάρχει όμως έγγραφο, δεν μπορεί με μάρτυρες να αποδειχτεί το αντίθετο, από αυτό που γράφει το χαρτί και επίσης δεν μπορούν με μάρτυρες να αποδειχτούν πρόσθετες συμφωνίες, σε σχέση με όσα περιέχει το έγγραφο (π.χ για τους τόκους ή τον τρόπο εξόφλησης). Να πούμε τέλος ότι εξετάζεται μόνον ένας μάρτυρας από κάθε πλευρά, στο ακροατήριο.
-Εξέταση των διαδίκων, έχουμε όταν καταθέτουν (ανωμοτί) ως μάρτυρες ο ενάγων ή ο εναγόμενος ( ή ο εκπρόσωπος της εταιρίας, αν διάδικος είναι εταιρία). Αυτό συμβαίνει, λογικά, όταν δεν βρίσκεται, δεν υπάρχει άλλος μάρτυρας και εφόσον το επιτρέψει το Δικαστήριο (συνήθως το επιτρέπει, για να μην πούμε πάντα).
-Τα έγγραφα αποτελούν και αυτά ένα από τα βασικότερα αποδεικτικά μέσα στην πολιτική Δίκη και ο Νόμος αναφέρει αναλυτικές ρυθμίσεις, σχετικά με την αποδεικτική τους δύναμη, πως πρέπει να είναι συντεταγμένα κ.ο.κ, ρυθμίσεις στις οποίες δε γίνεται να αναφερθούμε εδώ, λόγω έλλειψης χώρου.
Αν ένα έγγραφο, που προσκομίζει ο αντίδικος, θεωρείται πλαστό, οφείλουμε να κατονομάσουμε τον πλαστογράφο, αλλά και να μην τον κατονομάσουμε, οφείλουμε να προσκομίσουμε δικά μας έγγραφα και μάρτυρες, που αποδεικνύουν την πλαστότητα, ειδάλλως η σχετική ένσταση πλαστότητας δε γίνεται δεκτή από το Δικαστήριο !
-Τέλος οι ένορκες βεβαιώσεις, είναι οι καταθέσεις, που δίνουν οι μάρτυρες, ενώπιον Ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, υπό τον όρο ότι έχει κλητευθεί νόμιμα, να παραστεί, κατά την εξέταση, ο αντίδικος, τουλάχιστον 24 ώρες νωρίτερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.