Ο χαρακτηρισμός ενός εγκλήματος, ως "κατ' εξακολούθηση" έχει ορισμένες σημαντικές συνέπειες, τις οποίες θα δούμε παρακάτω.
Ο ορισμός δίνεται απευθείας στο Νόμο, αν και ο καθένας μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει ο όρος : είναι η εκ μέρους του δράστη τέλεση ενός (ίδιου) εγκλήματος, με περισσότερες της μίας πράξης και σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα π.χ κάποιος εκδίδει 10 ακάλυπτες επιταγές ή ασελγεί σε ανήλικο κατά διαστήματα ή υπεξαιρεί κάθε μήνα ένα ποσόν από το ταμείο ή διαπράττει συνεχώς απάτες σε βάρος του ίδιου προσώπου ή λέει ψέμματα συνεχώς σε ένορκες καταθέσεις για την ίδια υπόθεση ή είναι υπάλληλος και δωροδωκείται συνεχώς κ.ο.κ.
Η σημαντικότερη συνέπεια του χαρακτηρισμού ενός εγκλήματος ως "κατ' εξακολούθηση", είναι ότι ο δράστης δεν τιμωρείται με διαφορετική ποινή, για καθεμία επιμέρους πράξη, αλλά με μία και μόνον ποινή, η οποία όμως λογικά θα είναι αυξημένη, δηλαδή προς το ανώτερο προβλεπόμενο όριο.
Εισάγεται δηλαδή εξαίρεση, από την επιμέτρηση της ποινής, που έχουμε δει, σε περίπτωση συρροής εγκλημάτων (αφού και εδώ υπάρχει συρροή), όπου λαμβάνεται μία ποινή ως βάση και επαυξάνεται με τις επιμέρους ποινές. Εκεί βέβαια μιλάμε συνήθως για διαφορετικά εγκλήματα και όχι ίδια (π.χ ανθρωποκτονία και οπλοχρησία, εξύβριση και απειλή, δυσφήμηση και ψευδή καταμήνυση, σωματική βλάβη και φθορά κ.ο.κ).
Είναι επίσης σημαντικό να τονιστεί ότι η κάθε επιμέρους πράξη, διατηρεί την αυτοτέλειά της και έτσι κρίνεται αυτοτελώς π.χ ως προς το θέμα της παραγραφής, που είναι και το σημαντικότερο. Έτσι, μπορεί κάποιος να εξακολουθεί για πολλά χρόνια το ίδιο αδίκημα, αλλά μέχρι να αποκαλυφθεί και να διωχθεί, οι ..μισές πράξεις να έχουν υποπέσει σε παραγραφή, οπότε δε λαμβάνονται υπόψιν από το Δικαστήριο.
Σε πολλά -οικονομικής φύσεως- εγκλήματα, μάλιστα, όπου ο χαρακτήρας της πράξης ως πλημμελήματος ή κακουργήματος, εξαρτάται από το συνολικό όφελος του δράστη, μέχρι το 1999, κάθε πράξη θεωρούνταν αυτοτελής και δεν μπορούσαν να προστεθούν τα επιμέρους ποσά και να διωχθεί ο κατηγορούμενος, με βάση το σύνολο (από την πρόσθεση των επιμέρους ποσών).
Αυτό όμως άλλαξε το 1999 και πλέον ορίζεται ρητά, ότι λαμβάνεται υπόψη η συνολική ζημία του θύματος ή αντίστοιχα, το όφελος του δράστη, από τις μερικότερες πράξεις, που μπορεί να απέχουν μεταξύ τους μήνες ή και χρόνια, αρκεί να μιλάμε για τον ίδιο δράστη και το ίδιο έγκλημα.
Έτσι π.χ με βάση τα ισχύοντα σήμερα, για να θεωρηθεί μία υπεξαίρεση, που γίνεται κατ' εξακολούθηση, από ταμία, ως κακούργημα, θα πρέπει το άθροισμα των επιμέρους ποσών, που έχει κατά καιρούς αφαιρέσει, να υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ !
Βέβαια, αν η πράξη χαρακτηριστεί ως κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τελούμενη, σε ορισμένα αδικήματα, όπως η απάτη, αρκεί το συνολικό όφελος, από τις επιμέρους απάτες, να υπερβαίνει τις 30.000 ευρώ, για να χαρακτηριστεί το (κατ' εξακολούθηση αυτό) έγκλημα, ως κακούργημα.
Τις έννοιες "κατ' επάγγελμα" και "κατά συνήθεια", νομίζω ότι τις έχω αναφέρει και αλλού : κατ' επάγγελμα τέλεση έχουμε, όταν από την επανειλημμένη τέλεση ενός αδικήματος ή από την υποδομή, που έχει αναπτύξει ο δράστης, προκύπτει ο σκοπός του να πορίζεται εισόδημα από αυτό π.χ συλλαμβάνεται ένας με πλαστό νόμισμα και σε έρευνα στο σπίτι του, ανακαλύπτονται μηχανήματα παραχάραξης, τελευταίας τεχνολογίας. Στην περίπτωση της "υποδομής" δηλαδή, δεν απαιτείται, κατ' ανάγκη, επανειλημμένη τέλεση του αδικήματος, αρκεί να συλληφθεί και μία φορά.
Κατά συνήθεια τελείται ένα έγκλημα, όταν από την επαναλαμβανόμενη τέλεσή του, γίνεται φανερό ότι ο δράστης έχει "εθιστεί" τροπον τινά σε αυτό, έχει γίνει πλέον στοιχείο της προσωπικότητάς του και έχει -σταθερή- "ροπή" προς το συγκεκριμένο αδίκημα.
Κατ' επάγγελμα συνήθως δρουν οι απατεώνες (ειδικά αν κάποιος δεν ασκεί άλλο, "κανονικό" επάγγελμα), ενώ κατά συνήθεια π.χ οι κλέφτες (κλεπτομανείς).
Ο ορισμός δίνεται απευθείας στο Νόμο, αν και ο καθένας μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει ο όρος : είναι η εκ μέρους του δράστη τέλεση ενός (ίδιου) εγκλήματος, με περισσότερες της μίας πράξης και σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα π.χ κάποιος εκδίδει 10 ακάλυπτες επιταγές ή ασελγεί σε ανήλικο κατά διαστήματα ή υπεξαιρεί κάθε μήνα ένα ποσόν από το ταμείο ή διαπράττει συνεχώς απάτες σε βάρος του ίδιου προσώπου ή λέει ψέμματα συνεχώς σε ένορκες καταθέσεις για την ίδια υπόθεση ή είναι υπάλληλος και δωροδωκείται συνεχώς κ.ο.κ.
Η σημαντικότερη συνέπεια του χαρακτηρισμού ενός εγκλήματος ως "κατ' εξακολούθηση", είναι ότι ο δράστης δεν τιμωρείται με διαφορετική ποινή, για καθεμία επιμέρους πράξη, αλλά με μία και μόνον ποινή, η οποία όμως λογικά θα είναι αυξημένη, δηλαδή προς το ανώτερο προβλεπόμενο όριο.
Εισάγεται δηλαδή εξαίρεση, από την επιμέτρηση της ποινής, που έχουμε δει, σε περίπτωση συρροής εγκλημάτων (αφού και εδώ υπάρχει συρροή), όπου λαμβάνεται μία ποινή ως βάση και επαυξάνεται με τις επιμέρους ποινές. Εκεί βέβαια μιλάμε συνήθως για διαφορετικά εγκλήματα και όχι ίδια (π.χ ανθρωποκτονία και οπλοχρησία, εξύβριση και απειλή, δυσφήμηση και ψευδή καταμήνυση, σωματική βλάβη και φθορά κ.ο.κ).
Είναι επίσης σημαντικό να τονιστεί ότι η κάθε επιμέρους πράξη, διατηρεί την αυτοτέλειά της και έτσι κρίνεται αυτοτελώς π.χ ως προς το θέμα της παραγραφής, που είναι και το σημαντικότερο. Έτσι, μπορεί κάποιος να εξακολουθεί για πολλά χρόνια το ίδιο αδίκημα, αλλά μέχρι να αποκαλυφθεί και να διωχθεί, οι ..μισές πράξεις να έχουν υποπέσει σε παραγραφή, οπότε δε λαμβάνονται υπόψιν από το Δικαστήριο.
Σε πολλά -οικονομικής φύσεως- εγκλήματα, μάλιστα, όπου ο χαρακτήρας της πράξης ως πλημμελήματος ή κακουργήματος, εξαρτάται από το συνολικό όφελος του δράστη, μέχρι το 1999, κάθε πράξη θεωρούνταν αυτοτελής και δεν μπορούσαν να προστεθούν τα επιμέρους ποσά και να διωχθεί ο κατηγορούμενος, με βάση το σύνολο (από την πρόσθεση των επιμέρους ποσών).
Αυτό όμως άλλαξε το 1999 και πλέον ορίζεται ρητά, ότι λαμβάνεται υπόψη η συνολική ζημία του θύματος ή αντίστοιχα, το όφελος του δράστη, από τις μερικότερες πράξεις, που μπορεί να απέχουν μεταξύ τους μήνες ή και χρόνια, αρκεί να μιλάμε για τον ίδιο δράστη και το ίδιο έγκλημα.
Έτσι π.χ με βάση τα ισχύοντα σήμερα, για να θεωρηθεί μία υπεξαίρεση, που γίνεται κατ' εξακολούθηση, από ταμία, ως κακούργημα, θα πρέπει το άθροισμα των επιμέρους ποσών, που έχει κατά καιρούς αφαιρέσει, να υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ !
Βέβαια, αν η πράξη χαρακτηριστεί ως κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τελούμενη, σε ορισμένα αδικήματα, όπως η απάτη, αρκεί το συνολικό όφελος, από τις επιμέρους απάτες, να υπερβαίνει τις 30.000 ευρώ, για να χαρακτηριστεί το (κατ' εξακολούθηση αυτό) έγκλημα, ως κακούργημα.
Τις έννοιες "κατ' επάγγελμα" και "κατά συνήθεια", νομίζω ότι τις έχω αναφέρει και αλλού : κατ' επάγγελμα τέλεση έχουμε, όταν από την επανειλημμένη τέλεση ενός αδικήματος ή από την υποδομή, που έχει αναπτύξει ο δράστης, προκύπτει ο σκοπός του να πορίζεται εισόδημα από αυτό π.χ συλλαμβάνεται ένας με πλαστό νόμισμα και σε έρευνα στο σπίτι του, ανακαλύπτονται μηχανήματα παραχάραξης, τελευταίας τεχνολογίας. Στην περίπτωση της "υποδομής" δηλαδή, δεν απαιτείται, κατ' ανάγκη, επανειλημμένη τέλεση του αδικήματος, αρκεί να συλληφθεί και μία φορά.
Κατά συνήθεια τελείται ένα έγκλημα, όταν από την επαναλαμβανόμενη τέλεσή του, γίνεται φανερό ότι ο δράστης έχει "εθιστεί" τροπον τινά σε αυτό, έχει γίνει πλέον στοιχείο της προσωπικότητάς του και έχει -σταθερή- "ροπή" προς το συγκεκριμένο αδίκημα.
Κατ' επάγγελμα συνήθως δρουν οι απατεώνες (ειδικά αν κάποιος δεν ασκεί άλλο, "κανονικό" επάγγελμα), ενώ κατά συνήθεια π.χ οι κλέφτες (κλεπτομανείς).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.