Με αφορμή την είδηση ότι επίδοξος ληστής περιπτέρου στην Ξάνθη, δεν ολοκλήρωσε την πράξη του, αλλά έφυγε, χωρίς να πάρει χρήματα, να πούμε ότι νομικά η συμπεριφορά αυτή, καλείται "υπαναχώρηση" από απόπειρα τέλεσης εγκλήματος και δεν τιμωρείται.
Η υπαναχώρηση δηλαδή αποτελεί προσωπικό λόγο απαλλαγής του δράστη από κάθε ποινή και έτσι στο παραπάνω περιστατικό, δεν μπορεί να ασκηθεί δίωξη για απόπειρα ληστείας (κακούργημα), αλλά μόνο για παράνομη οπλοφορία (κρατούσε ένα μεγάλο μαχαίρι) !
Η κρίσιμη διαφορά μεταξύ "κανονικής", δηλαδή τιμωρητέας απόπειρας και υπαναχώρησης, δηλαδή μη τιμωρητέας απόπειρας, είναι ότι στην υπαναχώρηση, ο δράστης δεν ολοκληρώνει το έγκλημα, με δική του βούληση και θέληση !
Αντίθετα, στις κανονικές απόπειρες, το έγκλημα δεν ολοκληρώνεται από εξωτερικά αίτια, ανεξάρτητα από τη θέληση του δράστη, όπως π.χ όταν το θύμα αντιστέκεται σθεναρά ή βάζει τις φωνές ή όταν γίνεται ο δράστης αντιληπτός, προτού ολοκληρώσει το σχέδιό του (το θύμα αισθάνεται ένα χέρι στην τσέπη του και ματαιώνει την κλοπή).
Η υπαναχώρηση βέβαια προϋποθέτει ένα έγκλημα, που είναι, τρόπον τινά, σύνθετο και όχι στιγμιαίο : συνήθως σε ληστείες, όπου ο δράστης έχει π.χ υποχρεώσει το θύμα να ανοίξει το συρτάρι με τα χρήματα, υπό την απειλή όπλου, αλλά τελικά δεν τα παίρνει ή στο βιασμό, όπου ο δράστης, ενώ έχει κάμψει την αντίσταση της γυναίκας, της έχει αφαιρέσει και τα ρούχα και ενώ δεν αντιστέκεται πλέον, δεν ολοκληρώνει το έγκλημα, με συνουσία, αλλά φεύγει !
Αντίθετα, π.χ αν σε καλέσει μία Αρχή για κατάθεση και πεις ψέμματα και υπογράψεις, έχεις διαπράξει ψευδορκία, άσχετα αν μετά το παραδεχτείς ή αλλάξεις την κατάθεσή σου ! Μόνο πριν υπογράψεις, μπορείς να πεις ότι όχι, θέλω να καταθέσω ξανά, επειδή είπα ψέμματα, ώστε να θεωρηθεί -μη τιμωρητή- υπαναχώρηση ! Το ίδιο και στην κλοπή : άπαξ και αφαιρέσεις ένα πορτοφόλι, η κλοπή θεωρείται τετελεσμένη, ακόμα και αν το επιστρέψεις μετά στον ιδιοκτήτη του !! (για τις περιπτώσεις αυτές υπάρχει άλλη αντιμετώπιση, που θα δούμε στο προσεχές μέλλον).
Σε κάποιες περιπτώσεις, από τη Νομολογία, τα όρια μεταξύ απόπειρας και υπαναχώρησης, φαίνονταν δυσδιάκριτα : συγκεκριμένα σε 2 υποθέσεις απόπειρας βιασμού, όπου στη μεν πρώτη, ο επίδοξος βιαστής ήταν γιατρός και το θύμα του είπε : "τι πας να κάνεις, επιστήμονας άνθρωπος", στη δε δεύτερη, το θύμα ήταν έγκυος και είπε : "αν πάθει κάτι το παιδί μου, θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια". Γνώμη μου είναι, ότι και στις 2 περιπτώσεις, υπάρχει υπαναχώρηση, άσχετα αν σε αυτήν "συνέβαλαν" και τα παρολίγο θύματα. Πιο δύσκολη θα ήταν πιστεύω η κρίση των Δικαστών, αν η γυναίκα έλεγε ότι "έχω AIDS", διότι εκεί ο δράστης θα έφευγε λόγω φόβου και όχι λόγω μεταμέλειας ή τύψεων, από εσωτερικά δηλαδή αίτια.
Υπάρχει τέλος, η πρόβλεψη στο Νόμο, ότι αν o δράστης ολοκλήρωσε μεν την ενέργειά του, αλλά δεν ολοκλήρωσε το εγκληματικό αποτέλεσμα, σε όσα εγκλήματα, εννοείται, είναι αυτό δυνατό, δεν τιμωρείται καθόλου ή τιμωρείται με ποινή (διπλά) μειωμένη. Έτσι π.χ αν κάποιος, με απάτες, πείσει άλλον να του δώσει χρήματα, αλλά τελικά υπαναχωρήσει και δεν τα πάρει !
Η υπαναχώρηση δηλαδή αποτελεί προσωπικό λόγο απαλλαγής του δράστη από κάθε ποινή και έτσι στο παραπάνω περιστατικό, δεν μπορεί να ασκηθεί δίωξη για απόπειρα ληστείας (κακούργημα), αλλά μόνο για παράνομη οπλοφορία (κρατούσε ένα μεγάλο μαχαίρι) !
Η κρίσιμη διαφορά μεταξύ "κανονικής", δηλαδή τιμωρητέας απόπειρας και υπαναχώρησης, δηλαδή μη τιμωρητέας απόπειρας, είναι ότι στην υπαναχώρηση, ο δράστης δεν ολοκληρώνει το έγκλημα, με δική του βούληση και θέληση !
Αντίθετα, στις κανονικές απόπειρες, το έγκλημα δεν ολοκληρώνεται από εξωτερικά αίτια, ανεξάρτητα από τη θέληση του δράστη, όπως π.χ όταν το θύμα αντιστέκεται σθεναρά ή βάζει τις φωνές ή όταν γίνεται ο δράστης αντιληπτός, προτού ολοκληρώσει το σχέδιό του (το θύμα αισθάνεται ένα χέρι στην τσέπη του και ματαιώνει την κλοπή).
Η υπαναχώρηση βέβαια προϋποθέτει ένα έγκλημα, που είναι, τρόπον τινά, σύνθετο και όχι στιγμιαίο : συνήθως σε ληστείες, όπου ο δράστης έχει π.χ υποχρεώσει το θύμα να ανοίξει το συρτάρι με τα χρήματα, υπό την απειλή όπλου, αλλά τελικά δεν τα παίρνει ή στο βιασμό, όπου ο δράστης, ενώ έχει κάμψει την αντίσταση της γυναίκας, της έχει αφαιρέσει και τα ρούχα και ενώ δεν αντιστέκεται πλέον, δεν ολοκληρώνει το έγκλημα, με συνουσία, αλλά φεύγει !
Αντίθετα, π.χ αν σε καλέσει μία Αρχή για κατάθεση και πεις ψέμματα και υπογράψεις, έχεις διαπράξει ψευδορκία, άσχετα αν μετά το παραδεχτείς ή αλλάξεις την κατάθεσή σου ! Μόνο πριν υπογράψεις, μπορείς να πεις ότι όχι, θέλω να καταθέσω ξανά, επειδή είπα ψέμματα, ώστε να θεωρηθεί -μη τιμωρητή- υπαναχώρηση ! Το ίδιο και στην κλοπή : άπαξ και αφαιρέσεις ένα πορτοφόλι, η κλοπή θεωρείται τετελεσμένη, ακόμα και αν το επιστρέψεις μετά στον ιδιοκτήτη του !! (για τις περιπτώσεις αυτές υπάρχει άλλη αντιμετώπιση, που θα δούμε στο προσεχές μέλλον).
Σε κάποιες περιπτώσεις, από τη Νομολογία, τα όρια μεταξύ απόπειρας και υπαναχώρησης, φαίνονταν δυσδιάκριτα : συγκεκριμένα σε 2 υποθέσεις απόπειρας βιασμού, όπου στη μεν πρώτη, ο επίδοξος βιαστής ήταν γιατρός και το θύμα του είπε : "τι πας να κάνεις, επιστήμονας άνθρωπος", στη δε δεύτερη, το θύμα ήταν έγκυος και είπε : "αν πάθει κάτι το παιδί μου, θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια". Γνώμη μου είναι, ότι και στις 2 περιπτώσεις, υπάρχει υπαναχώρηση, άσχετα αν σε αυτήν "συνέβαλαν" και τα παρολίγο θύματα. Πιο δύσκολη θα ήταν πιστεύω η κρίση των Δικαστών, αν η γυναίκα έλεγε ότι "έχω AIDS", διότι εκεί ο δράστης θα έφευγε λόγω φόβου και όχι λόγω μεταμέλειας ή τύψεων, από εσωτερικά δηλαδή αίτια.
Υπάρχει τέλος, η πρόβλεψη στο Νόμο, ότι αν o δράστης ολοκλήρωσε μεν την ενέργειά του, αλλά δεν ολοκλήρωσε το εγκληματικό αποτέλεσμα, σε όσα εγκλήματα, εννοείται, είναι αυτό δυνατό, δεν τιμωρείται καθόλου ή τιμωρείται με ποινή (διπλά) μειωμένη. Έτσι π.χ αν κάποιος, με απάτες, πείσει άλλον να του δώσει χρήματα, αλλά τελικά υπαναχωρήσει και δεν τα πάρει !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.