Για να καταδικαστεί κάποιος από ένα ποινικό Δικαστήριο και να του επιβληθεί ποινή, θα πρέπει να συντρέχουν χοντρικά οι εξής συνθήκες :
1. Θα πρέπει η συμπεριφορά του, δηλαδή η/οι πράξη(εις) του (αφού δεν τιμωρείται η ..σκέψη), να περιγράφονται στον ποινικό Κώδικα ή σε άλλο Νόμο, ως ποινικό αδίκημα. Συνεπώς δεν είναι ποινικό αδίκημα οτιδήποτε μας περνάει από το μυαλό ότι μπορεί να είναι ή οτιδήποτε μας ενοχλεί, αλλά μόνον οι συμπεριφορές που τυποποιούνται εκ των προτέρων, ως ποινικά αδικήματα, σε κάποιο Νόμο. Αν κάνουμε σε κάποιον μήνυση, για πράξη, η οποία δεν τυποποιείται στον Νόμο ως αξιόποινη, θα καταλήξει στα ..σκουπίδια π.χ αν μας τρακάρει κάποιος και υπάρξουν μόνον υλικές ζημιές και όχι τραυματισμός, δεν μπορούμε να του κάνουμε μήνυση (όσο και αν θα θέλαμε !), διότι στον ποινικό μας Κώδικα δεν προβλέπεται ως αδίκημα η φθορά ξένης ιδιοκτησίας από αμέλεια, παρά μόνον η φθορά με πρόθεση.
2. Σε δεύτερο επίπεδο και σε συνέχεια των παραπάνω, θα κριθεί εάν η περιγραφόμενη ως αξιόποινη συμπεριφορά του δράστη, έγινε από αυτόν εσκεμμένα (ενσυνείδητα) ή όχι, εάν δηλαδή υπάρχει δόλος ή αμέλεια, ανάλογα με την περίπτωση. Δεν αρκεί από μόνο του δηλαδή το γεγονός ότι η πράξη συνιστά έγκλημα, αλλά θα πρέπει ο δράστης να γνωρίζει ότι διαπράττει αδίκημα : π.χ δεν μπορεί να καταδικαστεί κάποιος για ψευδορκία, αν πει ένα ψέμμα, το οποίο όμως ελέχθη εκ παραδρομής και ενώ πίστευε ο ίδιος (εύλογα) ότι ισχύει ή να καταδικαστεί για έκδοση ακάλυπτης επιταγής, από τη στιγμή που πίστευε εύλογα ότι επαρκεί το υπόλοιπο του λογαριασμού του και ένας τρίτος, εν αγνοία του, του αδειάζει το λογαριασμό (είτε συνδικαιούχος είτε άλλος με απάτη κλπ). Όπου ο Νόμος απαιτεί ρητά και μόνον δόλο, δεν αρκεί για την καταδίκη η αμέλεια και πρέπει να αθωωθεί ο κατηγορούμενος.
3. Πέρα από τις δύο αυτές βασικές διακρίσεις και προϋποθέσεις, που αφορούν την αντικειμενική και υποκειμενική πλήρωση του εγκλήματος, το Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει και ένα σωρό άλλες, προτού καταλήξει σε καταδικαστική κρίση, ήτοι εάν υπάρχει λόγος ή μη άρσης του αδίκου χαρακτήρα της πράξης (π.χ άμυνα), εάν έχει παραγραφεί ή όχι το αδίκημα, εάν υπάρχει η απαιτούμενη έγκληση του θύματος, όπου αυτό απαιτείται και εάν ο δράστης είναι ή όχι ακαταλόγιστος (π.χ ψυχοπαθής).
Συνεπώς, η ποινική ευθύνη δεν είναι πάντα τόσο απλή υπόθεση, αλλά εξετάζεται και κρίνεται σε πολλά επίπεδα, με συνέπεια και ο κατηγορούμενος να έχει αντίστοιχα πολλές γραμμές υπεράσπισης ! Αυτός είναι και ο λόγος που πολλές αθωωτικές αποφάσεις "προκαλούν" την κοινή γνώμη, ενώ οι Δικαστές κάνουν απλά τη δουλειά τους και εφαρμόζουν τους Νόμους !!
1. Θα πρέπει η συμπεριφορά του, δηλαδή η/οι πράξη(εις) του (αφού δεν τιμωρείται η ..σκέψη), να περιγράφονται στον ποινικό Κώδικα ή σε άλλο Νόμο, ως ποινικό αδίκημα. Συνεπώς δεν είναι ποινικό αδίκημα οτιδήποτε μας περνάει από το μυαλό ότι μπορεί να είναι ή οτιδήποτε μας ενοχλεί, αλλά μόνον οι συμπεριφορές που τυποποιούνται εκ των προτέρων, ως ποινικά αδικήματα, σε κάποιο Νόμο. Αν κάνουμε σε κάποιον μήνυση, για πράξη, η οποία δεν τυποποιείται στον Νόμο ως αξιόποινη, θα καταλήξει στα ..σκουπίδια π.χ αν μας τρακάρει κάποιος και υπάρξουν μόνον υλικές ζημιές και όχι τραυματισμός, δεν μπορούμε να του κάνουμε μήνυση (όσο και αν θα θέλαμε !), διότι στον ποινικό μας Κώδικα δεν προβλέπεται ως αδίκημα η φθορά ξένης ιδιοκτησίας από αμέλεια, παρά μόνον η φθορά με πρόθεση.
2. Σε δεύτερο επίπεδο και σε συνέχεια των παραπάνω, θα κριθεί εάν η περιγραφόμενη ως αξιόποινη συμπεριφορά του δράστη, έγινε από αυτόν εσκεμμένα (ενσυνείδητα) ή όχι, εάν δηλαδή υπάρχει δόλος ή αμέλεια, ανάλογα με την περίπτωση. Δεν αρκεί από μόνο του δηλαδή το γεγονός ότι η πράξη συνιστά έγκλημα, αλλά θα πρέπει ο δράστης να γνωρίζει ότι διαπράττει αδίκημα : π.χ δεν μπορεί να καταδικαστεί κάποιος για ψευδορκία, αν πει ένα ψέμμα, το οποίο όμως ελέχθη εκ παραδρομής και ενώ πίστευε ο ίδιος (εύλογα) ότι ισχύει ή να καταδικαστεί για έκδοση ακάλυπτης επιταγής, από τη στιγμή που πίστευε εύλογα ότι επαρκεί το υπόλοιπο του λογαριασμού του και ένας τρίτος, εν αγνοία του, του αδειάζει το λογαριασμό (είτε συνδικαιούχος είτε άλλος με απάτη κλπ). Όπου ο Νόμος απαιτεί ρητά και μόνον δόλο, δεν αρκεί για την καταδίκη η αμέλεια και πρέπει να αθωωθεί ο κατηγορούμενος.
3. Πέρα από τις δύο αυτές βασικές διακρίσεις και προϋποθέσεις, που αφορούν την αντικειμενική και υποκειμενική πλήρωση του εγκλήματος, το Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει και ένα σωρό άλλες, προτού καταλήξει σε καταδικαστική κρίση, ήτοι εάν υπάρχει λόγος ή μη άρσης του αδίκου χαρακτήρα της πράξης (π.χ άμυνα), εάν έχει παραγραφεί ή όχι το αδίκημα, εάν υπάρχει η απαιτούμενη έγκληση του θύματος, όπου αυτό απαιτείται και εάν ο δράστης είναι ή όχι ακαταλόγιστος (π.χ ψυχοπαθής).
Συνεπώς, η ποινική ευθύνη δεν είναι πάντα τόσο απλή υπόθεση, αλλά εξετάζεται και κρίνεται σε πολλά επίπεδα, με συνέπεια και ο κατηγορούμενος να έχει αντίστοιχα πολλές γραμμές υπεράσπισης ! Αυτός είναι και ο λόγος που πολλές αθωωτικές αποφάσεις "προκαλούν" την κοινή γνώμη, ενώ οι Δικαστές κάνουν απλά τη δουλειά τους και εφαρμόζουν τους Νόμους !!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.