του Πτωχευτικού μας Κώδικα, βρίσκεται διαρκώς στην επικαιρότητα, ελέω οικονομικής κρίσης και ολοένα αυξάνονται οι επιχειρήσεις, που κάνουν χρήση του, προκειμένου να έχουν μία "δεύτερη ευκαιρία", πριν την πτώχευση.
Θα λέγαμε ότι η θέσπισή του υπήρξε σχεδόν προφητική, λίγο πριν ξεσπάσει η μεγάλη κρίση και ήρθε ως "μάννα εξ ουρανού", για όσες επιχειρήσεις έχουν μεγάλα χρέη και αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες στην εξυπηρέτησή τους.
Να πούμε εξαρχής ότι η σχετική ρύθμιση δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ως θετική και καλοδεχούμενη, όχι μόνον επειδή όλοι δικαιούνται μία δεύτερης ευκαιρίας, αλλά και επειδή το πτωχευτικό μας Δίκαιο δεν πρέπει να οδηγεί στον αφανισμό των επιχειρήσεων, αλλά να δίνει και τη δυνατότητα της εξυγίανσής τους, προς όφελος όλων, εργαζομένων, πιστωτών και μετόχων.
Άλλωστε τα οικονομικά προβλήματα μίας επιχείρησης δεν είναι αποτέλεσμα πάντοτε κακών χειρισμών από τη διοίκηση, αλλά μπορεί να οφείλονται και σε εντελώς αστάθμητους παράγοντες, σε τυχαία γεγονότα, σε "κανόνια" πελατών κ.ο.κ.
Το εν λόγω άρθρο, σε γενικές γραμμές, προβλέπει ότι μία επιχείρηση, που αντιμετωπίζει αδυναμία διαχείρισης των οφειλών της προς προμηθευτές, τράπεζες, Δημόσιο κ.α, υποβάλλει αίτηση στο Πρωτοδικείο, προκειμένου να υπάρξει συνδιαλλαγή με τους πιστωτές και τελικά συμφωνία ρύθμισης των χρεών και εξυγίανσης.
Οι σχετικές διαπραγματεύσεις γίνονται με τη βοήθεια μεσολαβητή, που διορίζει το Δικαστήριο και εφόσον υπάρξει συμφωνία της πλειοψηφίας των πιστωτών, καταρτίζεται συμφωνία ρύθμισης των οφειλών και εξυγίανσης της επιχείρησης.
Η συμφωνία μπορεί να προβλέπει μείωση κάποιων απαιτήσεων ή επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής ή αλλαγή επιτοκίων ή κεφαλαιοποίηση χρεών κλπ., ώστε να μπορέσουν να ικανοποιηθούν, ει δυνατόν, σε βάθος χρόνου, όλοι οι πιστωτές.
Η ισχύς της συμφωνίας εξαρτάται από την επικύρωσή της ή μη από το αρμόδιο Δικαστήριο και εφόσον αυτό γίνει, πλέον είναι δεσμευτική για όλους, ακόμα και για όσους δεν συνέπραξαν και οι σημαντικότερες συνέπειες είναι : 1. ότι η εταιρία θα μπορεί πλέον να εκδίδει επιταγές, εφόσον αυτό είχε απαγορευτεί και 2. ότι αίρεται το αξιόποινο για όσες ακάλυπτες επιταγές είχαν εκδοθεί έως τότε, καθώς και για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο.
Η λέξη "κλειδί", για να συμβούν όλα αυτά, είναι η λέξη βιωσιμότητα, θα πρέπει να κριθεί δηλ. από το Δικαστήριο ότι η επιχείρηση έχει μέλλον και δεν είναι "τελειωμένη", βάσει κριτηρίων, όπως ο κύκλος εργασιών, οι προοπτικές του κλάδου, ο αριθμός του προσωπικού κ.α.
Σε κάθε περίπτωση, θεωρώ ότι τα Δικαστήρια οφείλουν να κάνουν δεκτές τις αιτήσεις επικύρωσης, όχι επειδή οι Δικαστές δεν έχουν εξειδικευμένες οικονομικές γνώσεις, αλλά γιατί έτσι "πετάνε το μπαλάκι" στον επιχειρηματία, ο οποίος και οφείλει να αποδείξει, στην πράξη, ότι η επιχείρησή του είναι βιώσιμη και να αποφύγει τα λάθη του παρελθόντος, που οδήγησαν στη συσσώρευση των χρεών.
Θα λέγαμε ότι η θέσπισή του υπήρξε σχεδόν προφητική, λίγο πριν ξεσπάσει η μεγάλη κρίση και ήρθε ως "μάννα εξ ουρανού", για όσες επιχειρήσεις έχουν μεγάλα χρέη και αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες στην εξυπηρέτησή τους.
Να πούμε εξαρχής ότι η σχετική ρύθμιση δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ως θετική και καλοδεχούμενη, όχι μόνον επειδή όλοι δικαιούνται μία δεύτερης ευκαιρίας, αλλά και επειδή το πτωχευτικό μας Δίκαιο δεν πρέπει να οδηγεί στον αφανισμό των επιχειρήσεων, αλλά να δίνει και τη δυνατότητα της εξυγίανσής τους, προς όφελος όλων, εργαζομένων, πιστωτών και μετόχων.
Άλλωστε τα οικονομικά προβλήματα μίας επιχείρησης δεν είναι αποτέλεσμα πάντοτε κακών χειρισμών από τη διοίκηση, αλλά μπορεί να οφείλονται και σε εντελώς αστάθμητους παράγοντες, σε τυχαία γεγονότα, σε "κανόνια" πελατών κ.ο.κ.
Το εν λόγω άρθρο, σε γενικές γραμμές, προβλέπει ότι μία επιχείρηση, που αντιμετωπίζει αδυναμία διαχείρισης των οφειλών της προς προμηθευτές, τράπεζες, Δημόσιο κ.α, υποβάλλει αίτηση στο Πρωτοδικείο, προκειμένου να υπάρξει συνδιαλλαγή με τους πιστωτές και τελικά συμφωνία ρύθμισης των χρεών και εξυγίανσης.
Οι σχετικές διαπραγματεύσεις γίνονται με τη βοήθεια μεσολαβητή, που διορίζει το Δικαστήριο και εφόσον υπάρξει συμφωνία της πλειοψηφίας των πιστωτών, καταρτίζεται συμφωνία ρύθμισης των οφειλών και εξυγίανσης της επιχείρησης.
Η συμφωνία μπορεί να προβλέπει μείωση κάποιων απαιτήσεων ή επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής ή αλλαγή επιτοκίων ή κεφαλαιοποίηση χρεών κλπ., ώστε να μπορέσουν να ικανοποιηθούν, ει δυνατόν, σε βάθος χρόνου, όλοι οι πιστωτές.
Η ισχύς της συμφωνίας εξαρτάται από την επικύρωσή της ή μη από το αρμόδιο Δικαστήριο και εφόσον αυτό γίνει, πλέον είναι δεσμευτική για όλους, ακόμα και για όσους δεν συνέπραξαν και οι σημαντικότερες συνέπειες είναι : 1. ότι η εταιρία θα μπορεί πλέον να εκδίδει επιταγές, εφόσον αυτό είχε απαγορευτεί και 2. ότι αίρεται το αξιόποινο για όσες ακάλυπτες επιταγές είχαν εκδοθεί έως τότε, καθώς και για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο.
Η λέξη "κλειδί", για να συμβούν όλα αυτά, είναι η λέξη βιωσιμότητα, θα πρέπει να κριθεί δηλ. από το Δικαστήριο ότι η επιχείρηση έχει μέλλον και δεν είναι "τελειωμένη", βάσει κριτηρίων, όπως ο κύκλος εργασιών, οι προοπτικές του κλάδου, ο αριθμός του προσωπικού κ.α.
Σε κάθε περίπτωση, θεωρώ ότι τα Δικαστήρια οφείλουν να κάνουν δεκτές τις αιτήσεις επικύρωσης, όχι επειδή οι Δικαστές δεν έχουν εξειδικευμένες οικονομικές γνώσεις, αλλά γιατί έτσι "πετάνε το μπαλάκι" στον επιχειρηματία, ο οποίος και οφείλει να αποδείξει, στην πράξη, ότι η επιχείρησή του είναι βιώσιμη και να αποφύγει τα λάθη του παρελθόντος, που οδήγησαν στη συσσώρευση των χρεών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.